πονοκέφαλος

πονοκέφαλος
ο, Ν
1. πόνος στο κεφάλι, αλλ. κεφαλόπονος, η κεφαλαλγία
2. ζήτημα, πρόβλημα που απαιτεί κουραστική διανοητική απασχόληση, υπόθεση που μάς σκοτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κεφάλι, κατ' αντιστροφή τού κεφαλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κεφαλιού (πρβλ. πονό-δοντος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πονοκέφαλος — ο 1. πόνος στο κεφάλι, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία: Δεν ησύχασα όλη τη μέρα από τον πονοκέφαλο. 2. μτφ., πρόβλημα δύσκολο, υπόθεση δυσχερής: Μεγάλος πονοκέφαλος τα κληρονομικά μας θέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πονοκεφαλιά — η, Ν [πονοκέφαλος] πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική …   Dictionary of Greek

  • δυσπεψία — Γενικός όρος για τις διαταραχές της πέψης. Παρότι το δυσπεπτικό σύνδρομο συνοδεύει όλες τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος, o όρος δ. χρησιμοποιείται συνήθως για παθήσεις που οφείλονται σε λειτουργικές διαταραχές του στομάχου, του εντέρου ή των …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλαλγία — η πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… …   Dictionary of Greek

  • καρηβάρησις — καρηβάρησις, ἡ (Α) [καρηβαρώ] καρηβαρία*, πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρικός — καρηβαρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει πονοκέφαλο 2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”